- Θιβετανός
- ο, θηλ. Θιβετανήο κάτοικος τού Θιβέτ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θιβετιανός — ή, ό 1. θιβετικός 2. (το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.) ο Θιβετιανός, η Θιβετιανή α) Θιβετανός β) στον πληθ. ανθρωπολογική ομάδα με επίκεντρο διαμονής και προέλευσης το Θιβέτ … Dictionary of Greek